απόκομμα

απόκομμα
το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω]
αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου
2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο
3. ο απογαλακτισμός
4. η εποχή του απογαλακτισμού των αρνιών και των κατσικιών
5. απόκρημνη περιοχή βουνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόκομμα — splinter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκομμα — το, ατος κομμάτι από κάποιο πράγμα: Μου κράτησε μερικά αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά που με ενδιέφεραν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπόκομμ' — ἀπόκομμα , ἀπόκομμα splinter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκόμματα — ἀπόκομμα splinter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκόμματι — ἀπόκομμα splinter neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουπόνι — το 1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο 2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει 3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή …   Dictionary of Greek

  • κουπόνι — το (λ. γαλλ.) 1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο. 2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκοψίδι — το (για ύφασμα) απόκομμα, μικρό κομμάτι που απομένει μετά το κόψιμο …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψύδριον — κλεψύδριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κλεψύδρα) μικρή κλεψύδρα μσν. μικρό κομμάτι, απόκομμα, περικοπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”